ομοιογράφος

ομοιογράφος
ο (Α ὁμοιογράφος)
νεοελλ.
όργανο που χρησιμεύει για τη μηχανική αντιγραφή εικόνας ή σχεδίου, αλλ. παντογράφος
αρχ.
ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -γράφος*. Η παροξυτονία προσδίδει στη λ. ενεργ. σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιόγραφος — written alike masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόγραφος, ον) γραμμένος με τον ίδιο τρόπο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ομοιόγραφο το αντίγραφο που λαμβάνεται όταν παρεμβάλλεται καρμπόν ανάμεσα σε δύο φύλλα χαρτιού αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμοιόγραφος ο πλαστογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοιογράφου — ὁμοιόγραφος written alike masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιογράφους — ὁμοιόγραφος written alike masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • ομοιογραφώ — ὁμοιογραφῶ, έω (ΑΜ) [ομοιογράφος] ζωγραφίζω μσν. γράφω με όμοιο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”